- θητείον
- θητεῑον, τὸ (Α) [θητεύω]1. μίσθωμα, μισθός, αντιμισθία για περίοδο εργασίας2. φρ. «Μυστάκου θητεῑον» — τίτλος έργου τού κωμικού Σωπάτρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… … Dictionary of Greek